- τεχνοκρατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τεχνοκρατία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεχνοκρατικός — ή, ό, Ν [τεχνοκρατία] ο σχετικός με την τεχνοκρατία («τεχνοκρατική αντίληψη») … Dictionary of Greek